αποτεφρωτικός

αποτεφρωτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αποτέφρωση
2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» — κρεματόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποτεφρωτικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για την αποτέφρωση: Στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών υπήρχαν αποτεφρωτικοί φούρνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεματόριο — το αποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”